στενογραφία

στενογραφία
Μέθοδος γραφής με απλά γραφικά σύμβολα που συνδέονται το ένα με το άλλο και επιτρέπουν σε όποιον ξέρει το στενογραφικό αλφάβητο να γράφει πολύ γρήγορα. Η απλοποίηση φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε με μια μονοκοντυλιά να γράφεται ολόκληρη λέξη. Τα σημεία του στενογραφικού αλφάβητου είναι 21. Τα ταυτόφωνα φωνήεντα, όπως τα ι και τα ο, γράφονται με το ίδιο γραφικό σύμβολο. Τα κεφαλαία εξάλλου, οι τόνοι και τα σημεία στίξης, εκτός από το ερωτηματικό, δεν χρησιμοποιούνται. Η πρώτη εμφάνιση της σ. ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα. Πλήρες όμως στενογραφικό σύστημα καταρτίστηκε στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. στη Ρώμη. Από τη Ρώμη ήρθε και στο Βυζάντιο, όπου το χρησιμοποιούσαν για να στενογραφούν τους λόγους των εκκλησιαστικών ρητόρων. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασε η σ. στους νεότερους χρόνους, από τον 15o αι. και έπειτα, πρώτα στην Αγγλία και έπειτα στη Γαλλία και στη Γερμανία. Το πρώτο τέλειο σύστημα σ. καταρτίστηκε από τον Γερμανό Γκαλσμπέργκερ (1839). Το σύστημα αυτό, προσαρμοσμένο στις ελληνικές ανάγκες χρησιμοποιείται και στην Ελλάδα.
* * *
η, Ν
σύστημα γραφής στο οποίο χρησιμοποιούνται σύμβολα και συντομογραφίες που αντιστοιχούν σε γράμματα, λέξεις ή φράσεις, με σκοπό την άμεση, γρήγορη και πιστή καταγραφή προφορικού λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στενογραφία — η τρόπος γρήγορης γραφής: Πήγε σε σχολή γραμματέων για να μάθει γραφομηχανή και στενογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • στενογράφος — ο, η, Ν αυτός που γνωρίζει στενογραφία και, ιδίως, αυτός που ασκεί τη στενογραφία ως επάγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] …   Dictionary of Greek

  • ταχυγραφία — η, Ν 1. το να γράφει κανείς γρήγορα 2. (σπάν.) στενογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • Πιπς, Σάμουελ — (Pepys, Λονδίνο 1633 – Κλάφαμ, Λονδίνο 1703). Άγγλος συγγραφέας. Από μικροαστική οικογένεια, είχε την τύχη να σπουδάσει στο Κέμπριτζ και να έχει συγγενή του έναν ευγενή με πολλά μέσα, το λόρδο Μόνταγκιου, η προστασία του οποίου εξασφάλισε στον Π …   Dictionary of Greek

  • Χάρτσενμπις, Xουάν - Eουχιένιο — (Hartzenbusch, 1806 – 1880). Ισπανός δραματικός ποιητής και συγγραφέας. Ήταν γιος Γερμανού λεπτουργού στη Μαδρίτη. Αρχικά δούλεψε στο εργαστήριο του πατέρα του, τον οποίο διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του, ενώ ταυτόχρονα ασχολείτο με σοβαρές μελέτες …   Dictionary of Greek

  • στενογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στενογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυγραφία — η 1. το να γράφει κανείς γρήγορα. 2. στενογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”